- υπορριζος
- ὑπόρριζοςὑπό-ρριζος2находящийся под корнем Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπόρριζος — η, ο / ὑπόρριζος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες 2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο τής ρίζας αρχ. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
ὑπόρριζον — ὑπόρριζος under masc/fem acc sg ὑπόρριζος under neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορρίζους — ὑπόρριζος under masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορρίζων — ὑπόρριζος under masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόρριζα — ὑπόρριζος under neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόρριζοι — ὑπόρριζος under masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόρριζ' — ὑπόρριζα , ὑπόρριζος under neut nom/voc/acc pl ὑπόρριζε , ὑπόρριζος under masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υπόρριζο — το, Ν μαθημ. βλ. υπόρριζος … Dictionary of Greek